- σκοτισμός
- ο1) затемнение; 2) см. σκοτοδίνη; 3) перен. умопомрачение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοτισμός — σκοτισμός, ο και σκότισμα, το 1. σκοτείνιασμα. 2. ζάλισμα, ενόχληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτισμός — darkening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμός — ο, ΝΜΑ [σκοτίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.) 2. σκοτοδίνη («που τόν έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.) 3. μτφ. διανοητική σύγχυση,… … Dictionary of Greek
σκοτισμοί — σκοτισμός darkening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμοῦ — σκοτισμός darkening masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμούς — σκοτισμός darkening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμῶν — σκοτισμός darkening masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμῷ — σκοτισμός darkening masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτισμόν — σκοτισμός darkening masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
σκότισμα — το, Ν [σκοτίζω] ο σκοτισμός … Dictionary of Greek